αρματώνω — αρματώνω, αρμάτωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αρματώνω — (Μ ἀρματώνω) [άρμα] 1. εξοπλίζω 2. μτφ. εφοδιάζω πλοίο με τ απαραίτητα εξαρτήματα («αρματώνω τό καράβι», «μια βαρκούλα θ αρματώσω») 3. ( ομαι) ετοιμάζομαι για επίθεση … Dictionary of Greek
εξοπλίζω — εξόπλισα, εξοπλίστηκα, εξοπλισμένος, μτβ. 1. οπλίζω κάποιον εντελώς, τον εφοδιάζω με όπλα, αρματώνω. 2. εφοδιάζω πλοίο με όλα τα απαραίτητα για ταξίδι ή για πόλεμο, το αρματώνω. 3. εφοδιάζω με τα αναγκαία: Εξοπλίστηκε το γραφείο επιτέλους. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρμάτα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.020 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κόνιτσας του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόνιτσας. * * * (I) η η αρμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. armata «στόλος» (< λατ. armata, θηλ. του armatus, παθ. μτχ. του armo… … Dictionary of Greek
αρμάτωμα — το (Μ ἀρμάτωμα) [αρματώνω] ο εξοπλισμός μσν. πολεμικός στόλος … Dictionary of Greek
αρμάτωτος — η, ο ξαρμάτωτος, άοπλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε από το αρματώνω (πρβλ. αγγίζω: άγγιχτος). Η σημασία της στερήσεως δημιουργήθηκε από τον αναβιβασμό του τόνου] … Dictionary of Greek
εξαρτίζω — (AM ἐξαρτίζω) [αρτίζω] μσν. νεοελλ. εφοδιάζω κάτι και ειδικότερα πλοίο ή στόλο με όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα, αρματώνω, εξοπλίζω αρχ. 1. κάνω κάτι άρτιο, τέλειο, συμπληρώνω 2. παρασκευάζω, ετοιμάζω («ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῡ θεοῡ ἄνθρωπος, πρὸς πᾱν… … Dictionary of Greek
ετοιμάζω — (ΑΜ ἑτοιμάζω) [έτοιμος] 1. ενεργ. κάνω κάποιον ή κάτι έτοιμο, ετοιμάζω, παρασκευάζω, αποτελειώνω, καταρτίζω («ἐμοὶ γέρας αὐτίχ ἑτοιμάσατ », Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. ετοιμάζομαι α) παρασκευάζομαι να κάνω κάτι, προετοιμάζομαι, καθίσταμαι έτοιμος i.… … Dictionary of Greek
εφοπλίζω — (ΑΜ ἐφοπλίζω) εξοπλίζω νεοελλ. ετοιμάζω, αρματώνω πλοίο αρχ. 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω κάτι, εφοδιάζω με τα απαραίτητα 2. εφοδιάζω με όπλα, εξοπλίζω κάποιον εναντίον άλλου 3. α) (μέσ. και παθ.) εφοπλίζομαι οπλίζομαι β) μέσ. ετοιμάζομαι για επίθεση … Dictionary of Greek
ησκιωσιά — η 1. ήσκιωμα, σκιά που απλώνεται κάπου 2. τόπος που έχει σκιά, τόπος σκιερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ησκιώνω + κατάλ. σιά (πρβλ. αρματω σιά < αρματώνω, θολω σιά < θολώνω)] … Dictionary of Greek